Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνόριο — το, Ν βλ. συνέριο … Dictionary of Greek
συνέριο — και συνόριο, το, Ν συνερισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από συνερίζομαι] … Dictionary of Greek